Διαβάζοντας το γνωστό κείμενο που κυκλοφορεί για τον Πέτρο Κωστόπουλο με τίτλο "Η γλίτσα του νεοπλουτισμού" ένιωσα παράξενα. Παράξενα, που ο Κωστόπουλος κατάντησε από... μαιευτήρας, μουνόπανο, παράξενα, που οι περισσότεροι από όσους κάποτε τον έγλειφαν, σήμερα του πετάνε δυο φορές σκατά στη μούρη. Παράξενα, που η ελπίδα της κουφάλας πεθαίνει τελευταία ακόμα και τώρα, την εποχή της απόλυτης κατάρρευσης, που αντί να μαζευτούμε όλοι στα λαγούμια μας για περισυλλογή και ανασυγκρότηση, ανοίγουμε τη μασέλα με τους κοφτερούς κυνόδοντες διάπλατα και σκίζουμε σάρκες από την αλλοτινή μας σάρκα.
Ξόδευε λέει ο Κωστόπουλος και ζούσε βασιλιάς στ΄ανάκτορα.
Είχατε δει τα σπίτια όσων δούλευαν για χρόνια στην ΙΜΑΚΟ; Εγώ είχα δει αρκετά και ξέρω.
Μέσα στη χλίδα, τη ντιζαϊνιά, το μπον φιλέ και τη σαμπάνια. Τους Chesterfield τους καναπέδες ή έστω πιστές αντιγραφές τους, τα στόρια τα μουράτα, το τζιπ στην πυλωτή και της τρελής τα μάτια.
Και όχι μόνο αυτοί. Όλοι όσοι δούλευαν τόσα χρόνια στα περιοδικά, τη διαφήμιση και την τηλεόραση, ζούσανε με ένα δάχτυλο χρυσό στον κώλο.
Πιλάλα για μεγάλη ζωή, ταξίδια, γκομενιλίκια, κόκες, ρούχα, εξόδους, ακριβά σχολεία στα παιδιά τους, δάνεια για σπίτια στα βουνά και στα νησιά.
Και ο πιο απλός συντάκτης, τεχνικός, κομμώτρια, βοηθός, είχε κολλήσει λαϊφστιλίτιδα, παίρνοντας το παράδειγμα από όσα κουρδιζόταν να (ανα)παράξει, απ’ τους προϊσταμένους του κι απ’ τον Κωστόπουλο βεβαίως, που ήταν ο Guru τους.
Γιατί είναι γεγονός, πως ο Κωστόπουλος παρέσυρε τη χώρα ολόκληρη στο άγχος του αποκτήματος, της γκλαμουριάς, της μόστρας και της μεγάλης της ζωής.
Πριν από αυτόν, όσοι δούλευαν σε περιοδικά, διαφήμιση και τηλεόραση, συντάκτες, φωτογράφοι, μοντέλα, δημοσιογράφοι, δεν διέφεραν πολύ από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας.
Έκαναν απλώς λίγο αλλιώτικη δουλειά με άστατο ωράριο, συναναστρέφονταν προσωπικότητες (όχι Βίσσες και Βανδήδες) και ίσως ήτανε πιο «τυχεροί» στα ερωτικά τους.
Η Ράτκα και ένα δυο ακόμα μαγαζιά στο Κολωνάκι, χωρούσαν όλους όσους ήταν πιο ψαγμένοι, πιο φραγκάτοι, πιο ανήσυχοι, πιο εφετζήδες. Οι υπόλοιποι στα σπίτια τους, κανονική ζωή σαν όλους.
Ναι, τους έσκαψε το λάκκο ο Κωστόπουλος με την παράνοια που είχε, αν και άλλος θα την αποκαλούσε απλώς, «πνεύμα επιχειρηματικό».
Αλλά αν αυτός πουλούσε ως πνεύμα, εκείνοι γιατί αγόραζαν;
Πώς γίνανε όλοι από το πουθενά στελέχη και παράγοντες της αγοράς ή υπάλληλοι με φράγκα και υφάκι, κοινωνοί της τέχνης, της ψυχαγωγίας, της καλής ζωής, της καλοπέρασης, της άποψης που επιβάλλεται παντού κι ας είναι και παντόφλα;
Γιατί ήταν σαν τα μούτρα του Κωστόπουλου ή κάτι παραπάνω. Θα επιμείνω εδώ, πουλούσε αυτός κι αυτοί αγόραζαν. Και το μεταπουλούσανε στην κοινωνία, στο κοινό τους, στη γκόμενα, στη μάνα τους την ίδια.
"Πάσαρε στον άλλον το όνειρο και ύστερα πράγματα για να το επιπλώσει".
Μόνο που αυτοί τσιμπήσανε ακόμα πιο πολύ. Και αγοράσανε για πάρτη τους, το μεγαλύτερο κομμάτι.
Από στελέχη, γραμματείς και φαρισαίους, μέχρι ο θυρωρός της εταιρίας. Όποιος περνούσε δίπλα τους κολλούσε το όνειρο.
Τα "πουστράκια", οι γκόμενοι, οι γκομενίτσες και οι μουνάρες, που έκαναν να μοιάζουν με κυψέλες όλες αυτές οι εταιρίες και τα κανάλια, ζήσανε τη ζωή του Κωστόπουλου και των αφεντικών τους, σε μικρότερη κλίμακα βεβαίως.
Με δανεικά απ΄τις τράπεζες όπως τα αφεντικά τους, όπως όλοι μας.
Όμως, άλλο να χρωστάς χίλια Ευρώ και άλλο εκατό χιλιάδες.
Πού είναι τώρα όλοι αυτοί; Πτωχεύσανε και πήγαν σπίτια τους. Τους ξέρασε η αγορά, τους μπούχτισε.
Στις «δευτεράντζες» τέλειωσε ήδη το ταμείο ανεργίας, φεσώθηκαν και καμιά δεκαριά μισθούς, πέρασε η επήρεια το υπνωτικού και πάθαν πλάκα. Τα χώνουνε σ΄αυτούς που τους "παρέσυραν".
Άρχισαν να πουλιούνται στη Σέριφο, στο Μετς, στην Κηφισιά, τα σπίτια, σαν τα κουλούρια στο σχολείο. Τα Άουντι, οι Πόρσε, οι μηχανές, τα όργανα γυμναστικής, τα Rolex, τα έργα τέχνης, τα γλυπτά, οι κάμερες, τα βίντεο, οι πίνακες και οι σαβούρες από τα ταξίδια στην Ινδία, δέκα-δέκα.
Να ξεκαθαρίσω ότι δεν τάσσομαι κατά της μεγάλης και άνετης ζωής, αρκεί να σου ανήκει. Δεν είμαι κατά της αντικειμενομάζωξης, αρκεί να την πληρώνεις.
Μα πάνω απ’ όλα, μην ξιπάζεσαι.
Τόσα χρόνια όλοι αυτοί δε δώσανε του αγγέλου τους νερό. Γιατί αν έδιναν, θα είχε κι ο άλλος. Κι ήταν εμπόδιο στην ανέλιξη.
Περιοδικά, διαφήμιση, τηλεόραση, εφημερίδες, τώρα τέλος.
Με τα μισθά απλήρωτα, το λέω πάλι. Τη γκλαμουριά αγάμητη, σαν τη γριά πουτάνα.
Και οι Κωστόπουλοι λένε "στ΄ αρχίδια μου" κι εσύ τσαντίζεσαι. Κλάσε τα αρχίδια του αν μπορείς. Μπορείς; Ούτε αυτό, γιατί κατάλαβες ποιος είσαι.
Ένα τίποτα, όσο κι εγώ κι η κοπελίτσα που γαμούσες στο γραφείο για να την πάρεις για μοντέλο, να βρει ένα ρόλο στη σειρά, να γίνει δημοσιογράφος, να γίνει σταρλετίτσα.
Ένα τίποτα, σαν το πατέρα σου που ήτανε εργάτης/δικηγόρος/φούρναρης και του πουλούσες μούρη ότι φτιάχτηκες. Κι αν σου ζητούσε κάνα φράγκο, ίσως Χριστούγεννα και Πάσχα.
Και ξαφνικά σου φταίει κάθε «Κωστόπουλος» του χώρου.
Να φταίει στη μάνα μου, βεβαίως, να φταίει στη γειτόνισσα, βεβαίως, να φταίει στην εμποροϋπάλληλο, αμέ, αλλά όχι σε σένα.
Σε σένα λέω, που ήσουνα γρανάζι του και σου χρωστάει τώρα γράσο. Που έστησες κώλο και σε πήρε με μπλοκάκι απ΄το πρώτο μπαμ της κρίσης.
Κι αν αντιδρούσες, ήξερες, θα ερχόταν να σου φάει τη δουλειά το απέναντι αρχίδι, που σου μοιάζει. Αυτό, που τώρα οι δυο μουντζώνετε παρέα τον Κωστόπουλο.
Έφτιαξες τον Κωστόπουλο, συντήρησες τον Κωστόπουλο, αντέγραψες τον Κωστόπουλο, μαγκιά σου.
Δικιά σου τώρα η ευθύνη. Τι ευθύνη έχει αυτός, να μη σε νοιάζει, θα του το πουν οι δράκοι του, άμα τον λυπηθούνε.
Άστον λοιπόν κι εκείνον να πτωχεύσει με την ησυχία του, να ξεβρομίσει ο τόπος.
Κοίτα πώς πέφτουν κάτω ένας- ένας, σαν να υπάρχει δικαιοσύνη. Κοίτα πώς μπαίνουν φυλακή, με τους κλεφτοκοτάδες.
Καλλιτεχνάρα μου, διαφημιστή και φωτογράφε, συντάκτη δημοσιογράφε, που έκανε να! η κωλοτρυπίδα σου να γίνεις σαν εκείνους, άραξε στο λαγούμι τώρα πια και κάνε το σταυρό σου που δε μπήκες φυλακή, με τους συνγκλαμουρίτες.
Αν και είμαι σίγουρη ότι αν αύριο ο Κωστόπουλος είχε καινούρια ιδέα, πρωί-πρωί θα την αγόραζες.
Από την tsaousa